Προχωρούσε σ΄ ένα
μακρύ, σκοτεινό διάδρομο. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθόλου φως, την είχε
περιτυλίξει το απόλυτο κενό. Κάτι όμως μέσα της την ενθάρρυνε να συνεχίσει. Δεν
ήξερε πόση ώρα περιπλανιόταν στο άγνωστο, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Ξαφνικά, πέρα μακριά άρχισε να φέγγει αχνά κάτι που έμοιαζε με δεσμίδα φωτός.
Ήξερε πως έπρεπε να το φτάσει κι έτσι άνοιξε το βήμα της, βαδίζοντας
γρηγορότερα, σχεδόν τρέχοντας. Όσο και αν έτρεχε, όμως, δεν μπορούσε να το
πλησιάσει. Κι εκείνο, σαν να έπαιζε μαζί της σαν να την περιγελούσε,
απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ. Απελπισία και φόβος την κατέκλεισαν, αλλά δεν
πρόφτασε να σκεφτεί, γιατί άρχισε να βουλιάζει… Εικόνες περνούσαν από μπροστά
της αστραπιαία. Φωτιές, πλήθος συγκεντρωμένο σε κάτι που έμοιαζε με πλατεία,
πρόσωπα των οποίων τα χαρακτηριστικά δεν μπορούσε να διακρίνει, γιατί
αλλοιώνονταν από την ταχύτητα της πτώσης. Θύμιζαν πίνακα που είχε πέσει πάνω
του νερό και πασάλειψε τα χρώματα. Ένα άψυχο κορμί, αίμα μια διαπεραστική
κραυγή και τότε μοναχά το τίποτα.
Ξύπνησα απότομα με το φόβο να μου
σφίγγει σαν μέγγενη την καρδιά. Ο ιδρώτας είχε κάνει το νυχτικό να κολλήσει στο
σώμα μου. Κοίταξα τους φωτεινούς δείκτες του ρολογιού στο μικρό κομοδίνο πλάι
μου: 4:20 και τότε ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να με ξαναπάρει ο ύπνος.
«Πάλι με χάπια θα τη βγάλω», αναστέναξα με απάθεια! Απόρησα με την ψυχρότητα
που αντιμετώπιζα στον ίδιο μου τον εαυτό. Αλλά μπορούσα να κάνω κι αλλιώς;
Μήνες αντιμετώπιζα την ίδια κατάσταση. Αϋπνίες, νεύρα, αδιαφορία για όλους και
για όλα και φυσικά τη γκρίνια των δικών μου.»Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο
αυτό. Ως πότε θα κρατήσει αυτή η παράνοια; «Η ζωή είναι άδικη και το ξέρεις.
Πρέπει, όμως, να βρίσκουμε το σθένος και να ξεπερνάμε όλες τις δυσκολίες.» μου
έλεγαν. Βαθιά μέσα μου πως όλα αυτά τα έλεγαν , επειδή νοιάζονταν και
ανησυχούσαν για μένα. Δεν ήθελα, όμως, να το παραδεχτώ. Με εξόργιζε η στάση
τους. Αυτή η κοινότυπη θεωρία ότι δεν είχα ιδέα τι θα πει ζωή, ότι όλα αυτά
ήταν «παρενέργειες» της εφηβείας και ότι θα έπρεπε να φτάσω στην ηλικία τους για
να μπορέσω να εκφέρω γνώμη. «Ε, βέβαια, τι να πουν κι αυτοί; Εγώ ήμουν αυτή που
είδα την καλύτερη μου φίλη να πεθαίνει , εγώ ήμουν αυτή που την έχασα από τη
μια στιγμή στην άλλη». Τα μάτια μου βούρκωσαν στη θύμηση της Χριστίνας . Μέσα
στο μυαλό μου έκανε την εμφάνιση της η εικόνα της, χαμογελαστή και εύθυμη όπως
πάντα. Ήταν για μένα η αδερφή που ποτέ δεν
είχα, αλλά και μάνα και πατέρας μου που προσπαθούσε να με συνετίσει.
Όπως εκείνη τη μέρα. Σαν ταινία ξετυλίχτηκαν μπροστά μου οι τελευταίες στιγμές
μαζί της. « Έλα ρε Χριστίνα, πάμε κι εμείς… μα τόσο αναίσθητη είσαι πια; Αν δεν
πολεμήσουμε εμείς για το μέλλον μας , ποιος θα το κάνει έλεγα με αγανάκτηση.
«Αμάν κι εσύ μανία που σε έχει πιάσει! Έχουν πάρει τα μυαλά σου με αυτήν την
πορεία!»Που να κατεβαίνουμε τώρα Σύνταγμα..» αποκρίθηκε βαριεστημένα και
έστρεφε την προσοχή της στο κινητό της όπου άρχισε να γράφει μανιωδώς ένα
μήνυμα. Παρόλα αυτά ,αφού τη ζάλισα ακόμα λίγο συμφώνησε να με ακολουθήσει σε
αυτήν την «περιβόητη» όπως έλεγε πορεία , περισσότερο γιατί ήξερε πως θα είχε
να αντιμετωπίσει τα κατεβασμένα μου μούτρα αν δεν το έκανε. Στην αρχή ήταν
ωραία . Είχα πιάσει τη Χριστίνα από το χέρι για να μην χαθούμε και γίναμε ένα με το
πλήθος φωνάζοντας με πάθος συνθήματα και νιώθοντας την αδρεναλίνη να ρέει στις
φλέβες μας. Σε λίγο όμως τα πράγματα έγιναν ζόρικα. Η αστυνομία έκανε την
εμφάνιση της και άρχισαν οι πρώτες συμπλοκές. Αυτά που έγιναν μετά δε θα τα
ξεχάσω ποτέ! Ένα αντικείμενο εκτοξεύτηκε απ΄το πουθενά, ακούστηκε μια κραυγή και ένιωσα τη Χριστίνα να μου
αφήνει το χέρι καθώς έπεφτε αναίσθητη στο έδαφος. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα
συνονθύλευμα εικόνων και ήχων, είδα το
αίμα της φίλης μου να σχηματίζει ένα
πορφυρό ρυάκι και τότε λιποθύμησα. Από εκεί και πέρα επήλθε το χάος., το δικό
ου προσωπικό μαρτύριο! Και τότε το μόνο που ήθελα ήταν να ξεχάσω. να ξεχάσω την
υστερική μου αντίδραση όταν ξυπνώντας στο νοσοκομείο πληροφορήθηκα το θάνατο
της Χριστίνας, τις μαρτυρικές μέρες που ακολούθησαν μετά… Δεν με ένοιαζε τίποτα. Ούτε οι παρέες
που είχα και από τις οποίες αποκόπηκα ούτε το γεγονός πως πέρασα μετά βίας τις
εξετάσεις. Πόσο ήθελα να πατήσω ένα μαγικό κουμπί να τη φέρω πίσω και να τα
διαγράψω όλα. Όμως, τι περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό! Επιμένει να
ανασύρει στην επιφάνεια πάντα τις δυσάρεστες μνήμες. Αναλογιζόμενη όλα αυτά
έσυρα τα βήματα μου ως το μπάνιο και παρατήρησα στον καθρέφτη το χλωμό μου
είδωλο. «Εσύ φταις για όλα» κατηγόρησα το κορίτσι που στεκόταν απέναντι μου. Με
τρεμάμενο χέρι άρχισα να ψαχουλεύω στο
ντουλαπάκι με τα φάρμακα. Ήθελα να πνίξω το μυαλό μου στο λήθαργο. Ήταν η
τιμωρία που επέβαλα στον εαυτό μου…
Ο καυτός
αυγουστιάτικος ήλιος του Πειραιά είχε
πάρει τη θέση του ψηλά στον ουρανό παρατηρώντας αυτάρεσκα την πόλη και τους
κατοίκους της στέλνοντας τους τις χρυσές του ακτίνες. Μια κοπέλα καθόταν στην
άκρη της προβλήτας βρέχοντας τα πόδια της στη θάλασσα. Ήταν λίγο χλωμή αλλά
όμορφη με ψιλόλιγνη κορμοστασιά και
ώριμη έκφραση. Τα μαλλιά της έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου. Θα ήταν 17, 18
χρονών. Ήταν πολύ απασχολημένη με το να γράφει σε ένα μεγάλο τετράδιο. Έσβηνε
κι έγραφε και από την ένταση τα μάγουλα της είχαν πάρει μια ρόδινη απόχρωση.
Κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει και κοίταξε με ικανοποίηση τις σημειώσεις της
. Η ιστορία της ήταν επιτέλους έτοιμη. Ο τίτλος έγραφε: « Για τη Χριστίνα»
Σήκωσε το κεφάλι της και χαμογέλασε
μελαγχολικά προς τον ουρανό. Στράφηκε πάλι στο γραπτό της και υπέγραψε:
«Ελπίδα…».
Φένια Λούκα