Πυρωμένα λόγια ματιών που προσπαθούν να
αντισταθούν στη χημεία των σωμάτων
Λέξεις που δεν αντέχουν στη σιωπή…
Χειρονομίες που αναζητούν την υπόσχεση
της στιγμής, με την ανάγκη να έρθουν κι άλλες, κι άλλες…
«Θέλω» που κάνουν τις δικές τους
διαδρομές. Διαδρομές άλλοτε γρήγορες κι άλλοτε αργές. Μα πάντα χωρίς φρένο κι
όπου πάει…
Ισορροπία στο τεντωμένο σκοινί του
πάθους, που δεν έχει ποτέ μα ποτέ δίχτυ ασφαλείας…
Οι ανασφάλειες του ενός, ικεσία στο
βλέμμα του άλλου…
«Μη φύγεις..» Και η απάντηση λύτρωση…
«Εδώ είμαι!» Και σε αυτό το εδώ, το
«χθες» είναι μετέωρο, χωρίς μνήμες, το «σήμερα» είναι σε εγρήγορση, το αύριο σε
υποθήκη ευτυχίας. Σκέψεις που σαν ροπή φωτιάς
σε κάνουν να αναρωτιέσαι πόσο γρήγορα θα δεις τις στάχτες της.
Υποφέρεις… Πάντα βαθιά υποφέρεις στις
απρόσμενες χαρές, γιατί τρέμεις μήπως τις χάσεις. Μήπως σταματήσουν να είναι
δικές σου.
Προσπαθείς να ξορκίσεις τους φόβους
και αφήνεσαι …
Δίνεσαι για να ζήσεις, γιατί σε ποιον
φτάνει απλώς να επιβιώσει σε αυτόν τον απρόσμενο παγερό κόσμο;
Οι μηχανισμοί ασφάλειας είναι νεκροί. Δε σε
νοιάζει τίποτα άλλο εκτός από ένα.. Το ένα που είναι βάσανο και ευτυχία μαζί.
Κλείνεις τα μάτια κι ονειρεύεσαι, τα ανοίγεις μα νιώθεις ακόμα πως είσαι
μπλεγμένη στο όνειρο. Χρώματα! Είναι πολλά χρώματα που βλέπεις. Βλέπεις ή έχεις
τυφλωθεί;
Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει το
δεύτερο. Όταν τυφλώνεσαι βλέπεις μόνο στο σκοτάδι. Εσύ βλέπεις μόνο φως. Το
σκοτάδι μπορεί να είναι η συνέπεια. Η εξέλιξη , η φθορά.
Τρέμεις, διαλύεσαι, παραλύεις,
χρεώνεσαι αμαρτίες ζωής, βυθίζεσαι χάνεσαι, είσαι εσύ, χωρίς να είσαι εσύ,
γίνεσαι άλλος..
Δεν ξέρεις τι και πώς, δεν βάζεις
ερωτήματα στον εαυτό σου, δεν δίνεις απαντήσεις, λες και μόνο «Δεν υπάρχει
γιατί…». Συνεχίζεις..
Τρέχεις σαν παιδί απόγευμα, βράδυ σε
λούνα παρκ, μαγνητισμένο από τα φώτα, τα χρώματα κι όλα τα περίεργα μεγάλα
παιχνίδια που γυρίζουν και σε παίρνουν μαζί τους.
Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις κι άλλο ακόμα
πιο ψηλά, κι από κει ρωτάς « Έτσι είναι ο έρωτας;» Ο ίλιγγος σε ζαλίζει και
κάνεις το ερωτηματικό αποσιωπητικά…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΕΝΙΑ